ψειραλοιφή

ψειραλοιφή
η
αλοιφή που καταστρέφει τις ψείρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψειραλοιφή — η, Ν αλοιφή που εξολοθρεύει τις ψείρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + αλοιφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”